- ὑδρογάστωρ
- ὑδρο-γάστωρ, ορος, wasserbäuchig, die Bauchwassersucht habend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υδρογάστωρ — ορός, ὁ, ἡ, Α ο υδρωπικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. χειρο γάστωρ] … Dictionary of Greek
ὑδρογάστορας — ὑδρογάστωρ with water in the belly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek